- δακνίς
- δακν-ίς, ἡ, aA bird, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακνίς — Γένος πτηνών της οικογένειας των νεκταριιδών. Είναι γνωστά 14 είδη, που ζουν στις τροπικές χώρες της Αμερικής. Τρέφονται με έντομα και με τον χυμό οπωρικών. Έχουν το μέγεθος του κορυδαλλού, με ανεπτυγμένο κεφάλι και κωνικό ράμφος. Τα πόδια τους… … Dictionary of Greek
DACNADES vel DACNIDES Pomponio avium genus — quas Aegyptii inter potandum cum coronis devincire olim sunt soliti, quaeque vellicando, morsicandoque et canturiendo assidue, non patiebantur dormire potantes. Hesych. Δακνίς, εἶδος ὀρνέου. Nempe ὑπὸ τȏυ δάκνειν, quod morsicare est, nomen… … Hofmann J. Lexicon universale
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek